σκολάω

σκολάω
σκολάω
1
δες σχολάω
2
σχόλασα και σκόλασα βλ. πίν. 68

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …   Dictionary of Greek

  • σχολάω — (σπάν. σχολώ) και πρβλ. σκολάω Σημειώσεις: σχολάω : απαντάται μερικές φορές και ο τύπος σχολνάω (Σχολνούσαν γραφεία, καταστήματα... [Κυρία Κούλα, σελ. 26]) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”